βεγγαλικός

βεγγαλικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βεγγάλη της Ινδίας
2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) βεγγαλικά, τα
χημικά μίγματα που αναφλέγονται και παράγουν πολύχρωμες λαμπρές φλόγες, πυροτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βεγγάλη, η ονομασία της ινδικής πόλης. Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βεγγαλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τη Βεγγάλη των Ινδιών. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βεγγαλικά τα χρωματιστά πυροτεχνήματα: Στις μεγάλες εθνικές επετείους συνήθως ρίχνουν βεγγαλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”